Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

ἐξ ἀσφαλοῦς

См. также в других словарях:

  • ἀσφαλοῦς — ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀσφαλοῦς — ἀσφαλοῦς , ἀσφαλής not liable to fall masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ασφαλής — ( ούς), ές (AM ἀσφαλής, ές) Ι. 1. αυτός που δεν κινδυνεύει να πέσει, ο στερεός 2. εκείνος που παρέχει ασφάλεια, σιγουριά 3. (για λόγους ή καταστάσεις) αναμφισβήτητος, ακριβής 4. φρ. «εκ του ασφαλούς», «εξ ασφαλούς» από ασφαλή, σίγουρη θέση, χωρίς …   Dictionary of Greek

  • Ευρώπη — I Μία από τις πέντε ηπείρους. Είναι το μικρότερο τμήμα του κόσμου μετά την Αυστραλία και την Ωκεανία. Από μία άποψη θα μπορούσε να θεωρηθεί το ακραίο δυτικό τμήμα της Ασίας, της οποίας αποτελεί τη φυσική προέκταση. Πράγματι, δεν υπάρχουν φυσικά… …   Dictionary of Greek

  • αλημέριαστος — η, ο 1. αυτός που δεν έχει λημέρι, υπαίθριο καταφύγιο ή τόπο ασφαλούς διαμονής 2. αυτός που δεν βρήκε τόπο κατάλληλο για να περάσει την ημέρα ή τη νύχτα του 3. (για τόπο) αυτός που δεν έχει λημέρια, κρησφύγετα 4. (για ζώα) αυτό που δεν έχει φωλιά …   Dictionary of Greek

  • αυτοκίνητο — Όχημα το οποίο κινείται με κινητήρα που έχει πάνω του και το οποίο δεν σέρνεται από εξωτερική δύναμη. Γενικά χερσαίο όχημα που είναι κατασκευασμένο για να κινείται κατά κανόνα σε δρόμους και αντλεί την απαραίτητη για την κίνησή του ωστική δύναμη… …   Dictionary of Greek

  • εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… …   Dictionary of Greek

  • υπαρξισμός — (existentialisme). Σύγχρονο φιλοσοφικό ρεύμα, που παίρνει το όνομά του από την αντίληψη ότι η φιλοσοφία δεν είναι αντικειμενική ή θεωρητική επιστήμη, αδιάφορη για την ύπαρξη του ανθρώπου που τη δημιουργεί, αλλά αντίθετα συνδέεται αδιάσπαστα με… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

  • ζεύξη, ασυρματική — Σύστημα επικοινωνίας, που λειτουργεί με την εκπομπή ραδιοκυμάτων μεταξύ δύο, συνήθως σταθερών, σταθμών. Το φάσμα των συχνοτήτων που χρησιμοποιούνται στις ζεύξεις εκτείνεται από 50 έως 5.000 ΜΗz και άνω. Όταν λειτουργούν στις συχνότητες αυτές και… …   Dictionary of Greek

  • Λίχτενσταϊν — Ανεξάρτητο κράτος της κεντρικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Α και Β με την Αυστρία και στα Δ και Ν με την Ελβετία.Yποχρεωτικό πέρασμα ανάμεσα στην Aυστρία και στην Eλβετία κατά τους προηγούμενους αιώνες, το Λ. οφείλει την ονομασία του στη φεουδαρχική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»